ραβαΐσι

ραβαΐσι
το
(λ. τουρκ.)
1. διασκέδαση, γλέντι: Στο σπίτι χθες είχαμε μεγάλο ραβαΐσι.
2. φασαρία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ραβαΐσι — το, Ν (παλ. τ.) 1. μεγάλο γλέντι, ξεφάντωμα 2. συνεκδ. θόρυβος, φασαρία, αναταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. τουρκικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”